χρέωση

χρέωση
η, Ν [χρεώνω]
1. η επιβάρυνση κάποιου με χρέος, καταγραφή χρηματικού ποσού ως χρέους
2. φρ. «λογιστική χρέωση» — η εγγραφή ενός ποσού στο οικείο σκέλος ενός λογαριασμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρέωση — η 1. το να έχει κανείς χρέος, επιβάρυνση. 2. η εγγραφή ποσού ως οφειλή σε κάποιο λογαριασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεωστικός — ή, ό / χρεωστικός, ή, όν, ΝΜ [χρεώστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρέωση ή στον χρεώστη («χρεωστικό ομόλογο»). επίρρ... χρεωστικώς / χρεωστικῶς, ΝΜ, και χρεωστικά Ν νεοελλ. με χρέωση μσν. υποχρεωτικά («τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα… …   Dictionary of Greek

  • απλογραφία — η λογιστικό σύστημα με το οποίο παρακολουθούνται οι συναλλαγές της επιχείρησης με λογαριασμούς τρίτων, όπου κάθε εγγραφή καταχωρίζεται κατά χρονολογική σειρά σε χρέωση ή πίστωση ανάλογα με τη φύση της δοσοληψίας …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • αχρέωτος — η, ο [χρεώνω] 1. αυτός που δεν είναι χρεωμένος, που δεν χρωστάει 2. (για κτήματα) αυτός που δεν βαρύνεται με χρέος ή υποθήκη 3. αυτός που δεν καταχωρίστηκε στη στήλη «χρέωση» βιβλίου ή λογαριασμού …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • διπλογραφία — η (λογιστ.) σύστημα τηρήσεως λογιστικών βιβλίων με διπλές εγγραφές, δηλαδή με χρέωση ενός λογαριασμού και αντίστοιχη πίστωση άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Γ. Κόνδη] …   Dictionary of Greek

  • δούναι — 1. χρέωση, οφειλή 2. φρ. «δούναι και λαβείν» πιστοχρέωση, δοσοληψία 3. «δεν έχω δούναι και λαβείν μαζί του» δεν έχω σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απαρμφ. αόρ. β τού δίδωμι] …   Dictionary of Greek

  • ισοσκελίζω — [ισοσκελής] (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) καθιστώ ισοσκελή, εξισώνω τη χρέωση με την πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”